στηθοσκοπία

στηθοσκοπία
η, Ν
ιατρ. στηθοσκόπηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stethoscopy (< στήθος + -σκοπία < -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Θ. Ν. Φιλαδελφέα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …   Dictionary of Greek

  • θωρακοσκοπία — η η εξέταση του θώρακα, η στηθοσκοπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στηθοσκόπηση — στηθοσκόπηση, η και στηθοσκοπία, η εξέταση του ασθενούς με το στηθοσκόπιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”